pintarrajear - ορισμός. Τι είναι το pintarrajear
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι pintarrajear - ορισμός


pintarrajear      
Palabras Relacionadas
Expresiones Relacionadas
pintar: pintar, repintar
pintarrajear      
verbo trans. fam.
Pintarrajar. Se utiliza también como pronominal.
verbo prnl.
Pintarse o maquillarse mucho y mal.
pintarrajear      
pintarrajear
1 tr. Dibujar o pintar de cualquier manera sobre una cosa: "Pintarrajear las paredes".
2 *Pintar o maquillar excesivamente o mal. Más frec. reflex. Repintar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για pintarrajear
1. "Nadie se ha atrevido nunca a pintarrajear a la Virgen de Guadalupe o a las imágenes que evocan a México o a sus grandes héroes o figuras como Emiliano Zapata, Francisco Villa, Cantinflas.
2. Steadman descubrió el ácido y cambió radicalmente su trabajo. “Al principio me dijo, ‘quisiera que dejaras de hacer eso’. Yo le dije, ‘¿el qué?’. Y me contestó, ‘esa cosa tan fea que tienes de pintarrajear a la gente”, recuerda Steadman.
3. Después, aconsejado por su abogado o por la embajada suiza, cambió su declaración y admitió su culpa alegando que se encontraba bajo los efectos del alcohol cuando se atrevió a pintarrajear la imagen de Adulyadej.
Τι είναι pintarrajear - ορισμός